- ελισσομένη
- ἑλισσομένηἑλίσσωAcut. (Sp.)pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic )——————ἑλισσομένῃἑλίσσωAcut. (Sp.)pres part mp fem dat sg (attic epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἑλισσομένη — ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλισσομένῃ — ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek
πολυδινής — ές, ΜΑ αυτός που στροβιλίζεται πολύ, που κάνει πολλές στροφές («ἑλισσομένη κεφαλὴ πολυδινέϊ παλμῷ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δινης (< δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω), πρβλ. ταχυ δινής] … Dictionary of Greek